βόρασσος

βόρασσος
ο (Α βόρασσος)
νεοελλ.
γένος φοινίκων της τροπικής Ασίας και Αφρικής
αρχ.
ο καρπός του φοίνικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής, πιθ. σημιτικής ή αιγυπτιακής προελεύσεως (πρβλ. αραβ. bosr «άγουρος χουρμάς»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βόρασσος — growing spadix of the date with immature fruit masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”